διακοινώσιμος

διακοινώσιμος
-η, -ο
αυτός που είναι δυνατόν να γνωστοποιηθεί, να κοινοποιηθεί: Δεν είναι διακοινώσιμα τα πορίσματα της έρευνας για την εξιχνίαση του εγκλήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διακοινώσιμος — η, ο αυτός που πρέπει ή που μπορεί να διακοινωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ματθαίο Παρανίκα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”