- διακοινώσιμος
- -η, -οαυτός που είναι δυνατόν να γνωστοποιηθεί, να κοινοποιηθεί: Δεν είναι διακοινώσιμα τα πορίσματα της έρευνας για την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.